- ασίτευτος
- η , ο [ος , ον ]1) невылежавшийся (о мясе только что убитого животного); 2) незрелый, неспелый; 3) неоткормленный, неупитанный (о животном)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασίτευτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ωριμάσει εντελώς («ασίτευτα σπαρτά») 2. εκείνος που δεν είναι σιτεμένος (για κρέας που δεν έχει σιτέψει, δεν έχει μείνει αρκετό χρόνο για να μαλακώσει) … Dictionary of Greek
ασίτευτος — η, ο αυτός που δε σίτεψε, δεν έγινε ακόμη τρυφερός και εύγευστος, δεν ωρίμασε: Το κρέας είναι σκληρό, γιατί μαγειρεύτηκε ασίτευτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)